- αϊδημητριάτικος
- η , ο 1. октябрьский;2. (τό ) хризантема
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αϊδημητριάτικος — αϊδημητριάτικος, η, ο και αγιοδημητριάτικος, η, ο 1. αυτός που ανήκει στο μήνα της γιορτής του Αϊ Δημήτρη (Οκτώβριο). 2. το ουδ. ως ουσ., αϊδημητριάτικο και αγιοδημητριάτικο σημαίνει το χρυσάνθεμο: Του πήγε ένα μπουκέτο ωραία αγιοδημητριάτικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αϊδημητριάτικος — ο, [αϊδημητριάτης] ο αγιοδημητριάτικος* … Dictionary of Greek
αγιοδημητριάτικος — και αϊδημητριάτικος, η, ο [άγιος Δημήτρης, αϊ Δημήτρης] αυτός που αναφέρεται στην γιορτή τού αγίου Δημητρίου (26 Οκτωβρίου) ή αυτός που συμπίπτει με αυτήν … Dictionary of Greek